παθοπράτης

παθοπράτης
παθοπράτης, ὁ (Μ)
αυτός που πράττει, που ενεργεί σύμφωνα με τα πάθη του, ο υποχείριος τών παθών του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάθος + πράττω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”